- πρόβλημ'
- πρόβλημα , πρόβλημαanything thrown forwardneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CRATER — ἀπὶ τȏυ κέρατος, quasi κερατὴρ, quoniam in cornua potio olim fundebatur; cuius rei vestigia certissima in antiquis inscriptionibus. D. Ambrosius, l. de Elia ac ieiunio, c. 17. Per cornu etiam fluentia in fauces hominum vina decurrunt, et si quis… … Hofmann J. Lexicon universale
ακαταχώριστος — η, ο (Α ἀκαταχώριστος, ον) [καταχωρίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη θέση που πρέπει «ακαταχώριστα ονόματα» 2. εκείνος που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο «ακαταχώριστη αγγελία» αρχ. αυτός που δεν έχει… … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek